φυσιοκράτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φυσιοκράτης < απόδοση του γαλλικού όρου physiocrate < από τις ελληνικές λέξεις φύσις + κράτος (-κράτης)
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυσιοκράτης αρσενικό ή θηλυκό (γενική: και φυσιοκράτου)
- (οικονομία, πολιτική, ιστορία) που είναι οπαδός της οικονομικής και πολιτικής σκέψης της φυσιοκρατίας, που γεννήθηκε στη Γαλλία στα μέσα του 18ου αιώνα
- …
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυσιοκράτης