↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυσιοκρατικός η φυσιοκρατική το φυσιοκρατικό
      γενική του φυσιοκρατικού της φυσιοκρατικής του φυσιοκρατικού
    αιτιατική τον φυσιοκρατικό τη φυσιοκρατική το φυσιοκρατικό
     κλητική φυσιοκρατικέ φυσιοκρατική φυσιοκρατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυσιοκρατικοί οι φυσιοκρατικές τα φυσιοκρατικά
      γενική των φυσιοκρατικών των φυσιοκρατικών των φυσιοκρατικών
    αιτιατική τους φυσιοκρατικούς τις φυσιοκρατικές τα φυσιοκρατικά
     κλητική φυσιοκρατικοί φυσιοκρατικές φυσιοκρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυσιοκρατικός < φυσιοκρατία

  Επίθετο

επεξεργασία

φυσιοκρατικός, ή, ό

  1. σχετικός με τη φυσιοκρατία
    Στη διάλεξή του ανέλυσε τη φυσιοκρατική ερμηνεία της χρεωκοπίας
  2. οπαδός της φυσιοκρατίας
    Είναι φυσιοκρατικός στις αντιλήψεις του

  Μεταφράσεις

επεξεργασία