φυσιοκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυσιοκρατικός < φυσιοκρατία
Επίθετο
επεξεργασίαφυσιοκρατικός, ή, ό
- σχετικός με τη φυσιοκρατία
- Στη διάλεξή του ανέλυσε τη φυσιοκρατική ερμηνεία της χρεωκοπίας
- οπαδός της φυσιοκρατίας
- Είναι φυσιοκρατικός στις αντιλήψεις του
Μεταφράσεις
επεξεργασία φυσιοκρατικός