ορθολογιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορθολογιστής < ορθολογ(ισμός) + -ιστής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /oɾ.θo.lo.ʝiˈstis/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορθολογιστής αρσενικό (θηλυκό ορθολογίστρια)
- αυτός που ακολουθεί το φιλοσοφικό ρεύμα του ορθολογισμού
- αυτός που ενεργεί με βάση τον ορθό λόγο και όχι τον μυστικισμό ή το συναίσθημα
Συγγενικά επεξεργασία
- ορθολογικά
- ορθολογικός
- → και δείτε τη λέξη ορθολογισμός
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορθολογιστής