ορθολογίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ορθολογίστρια < ορθολογιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορθολογίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ορθολογιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία ορθολογίστρια
|
ορθολογίστρια θηλυκό
|