-ιστής
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | -ιστής | οι | -ιστές |
γενική | του | -ιστή | των | -ιστών |
αιτιατική | τον | -ιστή | τους | -ιστές |
κλητική | -ιστή | -ιστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -ιστής < [1]
- από ρήματα σε -ίζω < αρχαία ελληνική μεταρηματικό επίθημα -τής σε ρήματα σε -ίζω (στο θέμα -ισ-)
- για οπαδούς θρησκειών, ιδεολογιών < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -ιστής & μεταφραστικό δάνειο από το λατινικό -ista μέσω γλωσσών όπως αγγλικά -ist, γαλλικά -iste
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ι‐στής
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-ιστής αρσενικό (θηλυκό -ίστρια)
- άλλη μορφή του -τής (& θηλυκό σπανίως (λαϊκότροπα) -ίστρα)
- ρυθμίζω > ρυθμισ-τής > ρυθμιστής
- μετασχηματίζω > μετασχηματιστής
- ξεμυαλίζω > ξεμυαλιστής, θηλ. ξεμυαλίστρα
- επίθημα που δηλώνει τον οπαδό μιας θεωρίας, θρησκείας, πολιτικής ιδεολογίας ή τον επιστήμονα τον ειδικευμένο σε έναν τομέα
- ανθρωπιστής, θηλ. ανθρωπίστρια
- βουδιστής, θηλ. βουδίστρια
- ελληνιστής, θηλ. ελληνίστρια
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ιστής στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -ιστής στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
όπως
- αγνωστικιστής, θηλ. αγνωστικίστρια
- ανθρωπιστής, θηλ. ανθρωπίστρια
- βουδιστής, θηλ. βουδίστρια
- γεμιστής, θηλ. γεμίστρια
- δευτεραγωνιστής, θηλ. δευτεραγωνίστρια
- δημοτικιστής, θηλ. δημοτικίστρια
- εβραϊστής, θηλ. εβραΐστρια
- ζυγιστής, θηλ. ζυγίστρια
- ηδονιστής, θηλ. ηδονίστρια
- θεριστής, θηλ. θερίστρια & (λαϊκότρ.) θερίστρα
- θετικιστής, θηλ. θετικίστρια
- ιδεαλιστής, θηλ. ιδεαλίστρια
- καλαθοσφαιριστής, θηλ. καλαθοσφαιρίστρια
- λαϊκιστής, θηλ. λαϊκίστρια
- λατινιστής, θηλ. λατινίστρια
- μαζοχιστής, θηλ. μαζοχίστρια
- ναζιστής, θηλ. ναζίστρια
- νατουραλιστής, θηλ. νατουραλίστρια
- ξεμυαλιστής, θηλ. ξεμυαλίστρα
- ξενιστής, θηλ. ξενίστρια
- ξορκιστής, θηλ. ξορκίστρα
- οδοκαθαριστής, θηλ. οδοκαθαρίστρια
- οικιστής, θηλ. οικίστρια
- παγανιστής, θηλ. παγανίστρια
- σοσιαλιστής, θηλ. σοσιαλίστρια
- αμοραλιστής, θηλ. αμοραλίστρια
- ωφελιμιστής, θηλ. ωφελιμίστρια
Επεξεργασία
- ↑ -ιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.