Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μυστικισμός οι μυστικισμοί
      γενική του μυστικισμού των μυστικισμών
    αιτιατική τον μυστικισμό τους μυστικισμούς
     κλητική μυστικισμέ μυστικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυστικισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική mysticisme < mystique < αρχαία ελληνική μυστικός < μύστης + -ισμός [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.sti.ciˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυ‐στι‐κι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυστικισμός αρσενικό

  1. (φιλοσοφία) φιλοσοφική θεωρία που πρεσβεύει την προσέγγιση του θείου και του υπέρτατου όντος απευθείας και αδιαμεσολάβητα, με ενόραση και έκσταση, χωρίς τη μεσολάβηση του λογικού ή των αισθήσεων
  2. (συνεκδοχικά) μυστικοπάθεια

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μυστικός και μύστης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία