μυστικισμός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μυστικισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική mysticisme < mystique < αρχαία ελληνική μυστικός < μύστης + -ισμός [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.sti.ciˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐στι‐κι‐σμός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μυστικισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφική θεωρία που πρεσβεύει την προσέγγιση του θείου και του υπέρτατου όντος απευθείας και αδιαμεσολάβητα, με ενόραση και έκσταση, χωρίς τη μεσολάβηση του λογικού ή των αισθήσεων
- (συνεκδοχικά) μυστικοπάθεια
Επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις μυστικός και μύστης
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μυστικισμός
|
Επεξεργασία
- ↑ «μυστικισμός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.