έκσταση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έκσταση | οι | εκστάσεις |
γενική | της | έκστασης* | των | εκστάσεων |
αιτιατική | την | έκσταση | τις | εκστάσεις |
κλητική | έκσταση | εκστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έκσταση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκστᾰσις < ἐξίστημι < ἐξ + ἵστημι (& σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική extase)
- για το ναρκωτικό < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ecstasy < ελληνιστική κοινή ἔκστᾰσις [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέκσταση θηλυκό
- κατάσταση του ανθρώπου που βιώνει έκπληξη, ενθουσιασμό, ευθυμία κ.λπ. ή κυριαρχείται από μια σκέψη
- (φιλοσοφία, θρησκεία) ψυχοσωματική κατάσταση με μυστικιστικές καταβολές και προεκτάσεις, κατά την οποία το υποκείμενο αισθάνεται πνευματική μεταρσίωση και προσέγγιση προς το θείο
- (συνήθως ουδέτερο) είδος συνθετικού ναρκωτικού
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ έκσταση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας