μεταρσίωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταρσίωση | οι | μεταρσιώσεις |
γενική | της | μεταρσίωσης* | των | μεταρσιώσεων |
αιτιατική | τη | μεταρσίωση | τις | μεταρσιώσεις |
κλητική | μεταρσίωση | μεταρσιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταρσιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεταρσίωση < μεταρσιώνω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταρσίωση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία και το αποτέλεσμα του μεταρσιώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταρσίωση
|