πνευματικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πνευματικός < ελληνιστική κοινή πνευματικός, αρχική σημασία: "αυτός που αναφέρεται στον αέρα, στην αναπνοή"
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pnɛv.ma.ti.ˈkɔs/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πνευματικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το πνεύμα και (κυρίως ως διανοητική εργασία ή ικανότητα), διανοητικός
- πνευματική ελευθερία
- που έχει σχέση με το πνεύμα (σε αντίθεση με την ύλη και τον αισθητό κόσμο)
- πνευματική υπόσταση
- αεροκίνητος
- πνευματικά εργαλεία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σε σχέση με το πνεύμα ως διανοητική εργασία ή ικανότητα
σε αντίθεση με την ύλη και τον αισθητό κόσμο
|
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πνευματικός < μεσαιωνική ελληνική πνευματικός > ουσιαστικοποίηση του ελληνιστικού επιθέτου, πνευματικός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pnɛv.ma.ti.ˈkɔs/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πνευματικός αρσενικό
- πήγε στον πνευματικό του για εξομολόγηση
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πνευματικός