πνευματικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pnev.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πνευ‐μα‐τι‐κός
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- πνευματικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πνευματικός, αρχική σημασία: "αυτός που αναφέρεται στον αέρα, στην αναπνοή"[1]
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πνευματικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το πνεύμα και (κυρίως ως διανοητική εργασία ή ικανότητα), διανοητικός
- ↪ πνευματική ελευθερία
- που έχει σχέση με το πνεύμα (σε αντίθεση με την ύλη και τον αισθητό κόσμο)
- ↪ πνευματική υπόσταση
- αεροκίνητος
- ↪ πνευματικά εργαλεία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σε σχέση με το πνεύμα ως διανοητική εργασία ή ικανότητα
σε αντίθεση με την ύλη και τον αισθητό κόσμο
|
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- πνευματικός < μεσαιωνική ελληνική πνευματικός > ουσιαστικοποίηση του ελληνιστικού επιθέτου, πνευματικός[1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πνευματικός αρσενικό
- ο εξομολόγος
- ↪ πήγε στον πνευματικό του για εξομολόγηση και συμβουλές
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πνευματικός
Επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 πνευματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.