• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

mental

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Επίθετο
      • 1.1.1 Συνώνυμα
      • 1.1.2 Σύνθετα
  • 2 Γαλλικά (fr)
    • 2.1 Προφορά
    • 2.2 Επίθετο

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

mental (en)

  • νοητικός, διανοητικός, φυσικός
    mental retardation - νοητική καθυστέρηση

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • genial
  • genian

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  • extramental
  • intermental
  • intramental
  • mentalese
  • mentalist
  • mentality
  • mentally
  • mental age
  • mental block
  • mental disease
  • mental home
  • mental patient



Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

  (βοήθεια·αρχείο)

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

mental (fr) αρσενικό

  • διανοητικός, νοερός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=mental&oldid=5397903"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Ιανουαρίου 2022, στις 16:54
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Ιανουαρίου 2022, στις 16:54.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie