ενικός         πληθυντικός  
mentality mentalities

  Ετυμολογία

επεξεργασία
mentality < mental + -ity

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mentality (en)

  • η νοοτροπία
    ⮡  Southerners have a different mentality than northerners.
    Οι νότιοι έχουν άλλη νοοτροπία από τους βόρειους.
     συνώνυμα: mindset