Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
mindset
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
mindset
mindsets
Ετυμολογία
επεξεργασία
mindset
<
mind
+
set
Ουσιαστικό
επεξεργασία
mindset
(en)
η
νοοτροπία
, ο τρόπος σκέψης
⮡
Southerners have a different
mindset
than northerners.
Οι νότιοι έχουν άλλη
νοοτροπία
από τους βόρειους.
≈
συνώνυμα
:
mentality
Πηγές
επεξεργασία
mindset
-
Oxford Learner's Dictionaries