ψυχικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ψυχικός < αρχαία ελληνική ψυχικός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ψυχικός
- ο σχετικός με την ψυχή
- ψυχικός κόσμος
- ψυχικό σθένος
- ψυχική νόσος
- ψυχικές διαταραχές
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ψυχικός < ψυχή
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ψυχικός ουδέτερο