Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχικός η ψυχική το ψυχικό
      γενική του ψυχικού της ψυχικής του ψυχικού
    αιτιατική τον ψυχικό την ψυχική το ψυχικό
     κλητική ψυχικέ ψυχική ψυχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχικοί οι ψυχικές τα ψυχικά
      γενική των ψυχικών των ψυχικών των ψυχικών
    αιτιατική τους ψυχικούς τις ψυχικές τα ψυχικά
     κλητική ψυχικοί ψυχικές ψυχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ψυχικός < αρχαία ελληνική ψυχικός

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

ψυχικός, -ή, -ό

  • ο σχετικός με την ψυχή
  • ψυχικός κόσμος
  • ψυχικό σθένος
  • ψυχική νόσος
  • ψυχικές διαταραχές

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ψυχικός < ψυχή

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

ψυχικός

  1. ο σχετικός με τη ζωή
  2. ο σχετικός με την ψυχή