ψυχώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψυχώνω < ψυχή < αρχαία ελληνική ψύχω (πνέω) < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰes-
Ρήμα
επεξεργασίαψυχώνω
- ενδυναμώνω τις ψυχικές αντοχές, το σθένος άλλου ή άλλων ατόμων, εμψυχώνω, ενθαρρύνω δυναμικά, εμπνέω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία- αποκαρδιώνω
- ρίχνω το ηθικό
- κάμπτω το ηθικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψυχώνω | ψύχωνα | θα ψυχώνω | να ψυχώνω | ψυχώνοντας | |
β' ενικ. | ψυχώνεις | ψύχωνες | θα ψυχώνεις | να ψυχώνεις | ψύχωνε | |
γ' ενικ. | ψυχώνει | ψύχωνε | θα ψυχώνει | να ψυχώνει | ||
α' πληθ. | ψυχώνουμε | ψυχώναμε | θα ψυχώνουμε | να ψυχώνουμε | ||
β' πληθ. | ψυχώνετε | ψυχώνατε | θα ψυχώνετε | να ψυχώνετε | ψυχώνετε | |
γ' πληθ. | ψυχώνουν(ε) | ψύχωναν ψυχώναν(ε) |
θα ψυχώνουν(ε) | να ψυχώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψύχωσα | θα ψυχώσω | να ψυχώσω | ψυχώσει | ||
β' ενικ. | ψύχωσες | θα ψυχώσεις | να ψυχώσεις | ψύχωσε | ||
γ' ενικ. | ψύχωσε | θα ψυχώσει | να ψυχώσει | |||
α' πληθ. | ψυχώσαμε | θα ψυχώσουμε | να ψυχώσουμε | |||
β' πληθ. | ψυχώσατε | θα ψυχώσετε | να ψυχώσετε | ψυχώστε | ||
γ' πληθ. | ψύχωσαν ψυχώσαν(ε) |
θα ψυχώσουν(ε) | να ψυχώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψυχώσει | είχα ψυχώσει | θα έχω ψυχώσει | να έχω ψυχώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψυχώσει | είχες ψυχώσει | θα έχεις ψυχώσει | να έχεις ψυχώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ψυχώσει | είχε ψυχώσει | θα έχει ψυχώσει | να έχει ψυχώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψυχώσει | είχαμε ψυχώσει | θα έχουμε ψυχώσει | να έχουμε ψυχώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψυχώσει | είχατε ψυχώσει | θα έχετε ψυχώσει | να έχετε ψυχώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ψυχώσει | είχαν ψυχώσει | θα έχουν ψυχώσει | να έχουν ψυχώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψυχώνω
|