μετεμψυχώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετεμψυχώνω < ελληνιστική κοινή μετεμψυχόομαι / μετεμψυχοῦμαι < αρχαία ελληνική ψυχή
Ρήμα επεξεργασία
μετεμψυχώνω
- (σπάνιο) ενεργητική φωνή του ρήματος μετεμψυχώνομαι
Συγγενικά επεξεργασία
- μετεμψυχωμένος
- μετεμψύχωση
- → δείτε τις λέξεις μετά και ψυχή
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετεμψυχώνω | μετεμψύχωνα | θα μετεμψυχώνω | να μετεμψυχώνω | μετεμψυχώνοντας | |
β' ενικ. | μετεμψυχώνεις | μετεμψύχωνες | θα μετεμψυχώνεις | να μετεμψυχώνεις | μετεμψύχωνε | |
γ' ενικ. | μετεμψυχώνει | μετεμψύχωνε | θα μετεμψυχώνει | να μετεμψυχώνει | ||
α' πληθ. | μετεμψυχώνουμε | μετεμψυχώναμε | θα μετεμψυχώνουμε | να μετεμψυχώνουμε | ||
β' πληθ. | μετεμψυχώνετε | μετεμψυχώνατε | θα μετεμψυχώνετε | να μετεμψυχώνετε | μετεμψυχώνετε | |
γ' πληθ. | μετεμψυχώνουν(ε) | μετεμψύχωναν μετεμψυχώναν(ε) |
θα μετεμψυχώνουν(ε) | να μετεμψυχώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετεμψύχωσα | θα μετεμψυχώσω | να μετεμψυχώσω | μετεμψυχώσει | ||
β' ενικ. | μετεμψύχωσες | θα μετεμψυχώσεις | να μετεμψυχώσεις | μετεμψύχωσε | ||
γ' ενικ. | μετεμψύχωσε | θα μετεμψυχώσει | να μετεμψυχώσει | |||
α' πληθ. | μετεμψυχώσαμε | θα μετεμψυχώσουμε | να μετεμψυχώσουμε | |||
β' πληθ. | μετεμψυχώσατε | θα μετεμψυχώσετε | να μετεμψυχώσετε | μετεμψυχώστε | ||
γ' πληθ. | μετεμψύχωσαν μετεμψυχώσαν(ε) |
θα μετεμψυχώσουν(ε) | να μετεμψυχώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μετεμψυχώσει | είχα μετεμψυχώσει | θα έχω μετεμψυχώσει | να έχω μετεμψυχώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μετεμψυχώσει | είχες μετεμψυχώσει | θα έχεις μετεμψυχώσει | να έχεις μετεμψυχώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μετεμψυχώσει | είχε μετεμψυχώσει | θα έχει μετεμψυχώσει | να έχει μετεμψυχώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μετεμψυχώσει | είχαμε μετεμψυχώσει | θα έχουμε μετεμψυχώσει | να έχουμε μετεμψυχώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μετεμψυχώσει | είχατε μετεμψυχώσει | θα έχετε μετεμψυχώσει | να έχετε μετεμψυχώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μετεμψυχώσει | είχαν μετεμψυχώσει | θα έχουν μετεμψυχώσει | να έχουν μετεμψυχώσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετεμψυχώνω
|