Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μετεμψυχωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μετεμψυχωμέν
ος
η
μετεμψυχωμέν
η
το
μετεμψυχωμέν
ο
γενική
του
μετεμψυχωμέν
ου
της
μετεμψυχωμέν
ης
του
μετεμψυχωμέν
ου
αιτιατική
τον
μετεμψυχωμέν
ο
τη
μετεμψυχωμέν
η
το
μετεμψυχωμέν
ο
κλητική
μετεμψυχωμέν
ε
μετεμψυχωμέν
η
μετεμψυχωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μετεμψυχωμέν
οι
οι
μετεμψυχωμέν
ες
τα
μετεμψυχωμέν
α
γενική
των
μετεμψυχωμέν
ων
των
μετεμψυχωμέν
ων
των
μετεμψυχωμέν
ων
αιτιατική
τους
μετεμψυχωμέν
ους
τις
μετεμψυχωμέν
ες
τα
μετεμψυχωμέν
α
κλητική
μετεμψυχωμέν
οι
μετεμψυχωμέν
ες
μετεμψυχωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
μετεμψυχωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
μετεμψυχώνω
και
μετεμψυχώνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μετεμψυχωμένος