Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετεμψύχωση οι μετεμψυχώσεις
      γενική της μετεμψύχωσης* των μετεμψυχώσεων
    αιτιατική τη μετεμψύχωση τις μετεμψυχώσεις
     κλητική μετεμψύχωση μετεμψυχώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετεμψυχώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετεμψύχωση < ελληνιστική κοινή μετεμψύχωσις < μετεμψυχοῦμαι < αρχαία ελληνική ψυχή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετεμψύχωση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία