πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψύχωση οι ψυχώσεις
      γενική της ψύχωσης* των ψυχώσεων
    αιτιατική την ψύχωση τις ψυχώσεις
     κλητική ψύχωση ψυχώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψυχώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψύχωση θηλυκό

  1. (ψυχιατρική) νοητική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από απώλεια επαφής με την πραγματικότητα και παράδοξη συμπεριφορά έως παραλήρημα, ως αποτέλεσμα νόσων (π.χ. σχιζοφρένειας, διπολικής διαταραχής) ή κατάχρησης ουσιών, ισχυρού σοκ κ.α. αιτίων
  2. (καθομιλουμένη) έντονη εμμονή με κάποιο αντικείμενο ή κάποια κατάσταση σε σημείο που μπορεί να είναι βλαβερή γι αυτόν που την έχει η για το περιβάλλον του

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία