ψυχωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψυχωτικός (μαρτυρείται από το 1888)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychotique
Επίθετο επεξεργασία
ψυχωτικός, -ή, -ό και ψυχωσικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψυχωτικός αρσενικό
- (ψυχιατρική) που υποφέρει από ψύχωση, ο ψυχικά ασθενής
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ σελ. 1141, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου