psychotique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /psi.kɔ.tik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
psychotique | psychotiques |
psychotique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
psychotique | psychotiques |
psychotique (fr) αρσενικό ή θηλυκό