ψυχικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
ψυχικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψυχικό