Δείτε επίσης: Ψυχικό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψυχικό τα ψυχικά
      γενική του ψυχικού των ψυχικών
    αιτιατική το ψυχικό τα ψυχικά
     κλητική ψυχικό ψυχικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψυχικό ουδέτερο

  • η καλή πράξη, η ευεργεσία, η παροχή ουσιαστικής βοήθειας προς κάποιον που έχει ανάγκη
    Άμα του βρεις δουλειά, θα κάνεις ψυχικό (βοήθησέ τον, έχει ανάγκη, θα ωφεληθεί η ψυχή σου)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ψυχικό