Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Ψυχικό τα Ψυχικά
      γενική του Ψυχικού των Ψυχικών
    αιτιατική το Ψυχικό τα Ψυχικά
     κλητική Ψυχικό Ψυχικά
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ψυχικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ψυχικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psi.çiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ψυ‐χι‐κό

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ψυχικό ουδέτερο

  1. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  2. προάστιο της Αθήνας, δημιουργημένο με βάση το πρότυπο των κηπουπόλεων

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία