Νέο Ψυχικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Νέο Ψυχικό | τα | Νέα Ψυχικά |
γενική | του | Νέου Ψυχικού | των | Νέων Ψυχικών |
αιτιατική | το | Νέο Ψυχικό | τα | Νέα Ψυχικά |
κλητική | Νέο Ψυχικό | Νέα Ψυχικά | ||
συνήθως στον ενικό | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈne.o psi.çiˈko/
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝέο Ψυχικό ουδέτερο
- προάστιο της Αθήνας
- ※ Μετά την αποπομπή του και του τελευταίου συντρόφου της, του Τζίμη, το προικώο της στο Νέο Ψυχικό έμενε για πρώτη φορά ακάλυπτο από οιανδήποτε ανδρική παρουσία. (Γιώργος Δενδρινός, Πάει η μουστάρδα την κρεμ μπρουλέ;, (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2015), σελ. 67)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Νέο Ψυχικό