προάστιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προάστιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προάστιον < ουδέτερο του επιθέτου προάστιος ή προάστειος < προ- + ἄστυ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾoˈa.sti.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ά‐στι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροάστιο ουδέτερο
- (γεωγραφία) τα περίχωρα μιας πόλης: τοποθεσία ή οικισμός δίπλα σε μεγάλη πόλη ή μεγαλούπολη
- ⮡ η Κηφισιά είναι ένα ακριβό προάστιο της Αθήνας
- ⮡ ένταση και επεισόδια στα υποβαθμισμένα προάστια του Παρισιού
Εκφράσεις
επεξεργασία- βόρεια προάστια: τα "πλούσια" προάστια των Αθηνών
- ⮡ έγινε των βορείων προαστίων και δε μας καταδέχεται πια
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προάστιο
|