Δείτε επίσης: άστυ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀστῠ- ἀστε-
ονομαστική τὸ ἄστῠ τὰ ἄστη - ἄστε
      γενική τοῦ ἄστεως τῶν ἄστεων
      δοτική τῷ ἄστει τοῖς ἄστεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἄστῠ τὰ ἄστη - ἄστε
     κλητική ! ἄστῠ ἄστη - ἄστε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄστει
γεν-δοτ τοῖν  ἀστέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄστυ' όπως «ἄστυ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄστυ < ϝάστυ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   μυκηναϊκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄστυ ουδέτερο

  • άστυ, το κεντρικό μέρος της πόλης-κράτους με τις κατοικίες, την αγορά και τα δημόσια κτήρια

Συγγενικά

επεξεργασία