ἄστυ
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ονομαστική | ἄστυ | ἄστει | ἄστη/ (ἄστεα) |
Γενική | ἄστεως | ἀστέοιν | ἄστεων |
Δοτική | ἄστει | ἀστέοιν | ἄστεσι(ν) |
Αιτιατική | ἄστυ | ἄστει | ἄστη/ (ἄστεα) |
Κλητική | ἄστυ | ἄστει | ἄστη/ (ἄστεα) |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἄστυ < μυκηναϊκό ϝάστυ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἄστυ ουδέτερο
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- ἀστυάναξ
- ἀστύαρχος
- ἀστυβοώτης
- ἀστυγειτνιάω
- ἀστυγείτων
- ἀστυδίκης
- ἀστυδρομέομαι
- ἀστύθεμις
- ἀστύνικος
- ἀστυνόμος
- ἀστύξενοι
- ἀστυόχος
- ἀστυπολέω
- ἀστύτριψ
- ἀστυφέλικτος
- ἀστύφελος
- ὅμαστος
αστυφύλακας