ἄστυ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀστῠ- ἀστε- | |||||
ονομαστική | τὸ | ἄστῠ | τὰ | ἄστη - ἄστεᾰ | |
γενική | τοῦ | ἄστεως | τῶν | ἄστεων | |
δοτική | τῷ | ἄστει | τοῖς | ἄστεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | ἄστῠ | τὰ | ἄστη - ἄστεᾰ | |
κλητική ὦ! | ἄστῠ | ἄστη - ἄστεᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄστει | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀστέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄστυ' όπως «ἄστυ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄστυ < ϝάστυ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; μυκηναϊκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄστυ ουδέτερο
- πολιτεία, πόλη
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 3 (3-5)
- πολλῶν δ᾽ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω, | πολλὰ δ᾽ ὅ γ᾽ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν, | ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων.
- Γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε πολλών ανθρώπων τις βουλές, | κι έζησε, καταμεσής στο πέλαγος, πάθη πολλά που τον σημάδεψαν, | σηκώνοντας το βάρος για τη δική του τη ζωή και των συντρόφων του τον γυρισμό.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- πολλῶν δ᾽ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω, | πολλὰ δ᾽ ὅ γ᾽ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν, | ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 3 (3-5)
- το κεντρικό μέρος της πόλης-κράτους με τις κατοικίες, την αγορά και τα δημόσια κτήρια σε αντίθεση με την ακρόπολη
- η Αθήνα σε αντίθεση με το Φάληρο ή τον Πειραιά
- (στην Αίγυπτο) η Αλεξάνδρεια
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἄστυ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄστυ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.