Δείτε επίσης: Αστυάναξ, Ἀστυάναξ
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀστῠᾰνακτ-
ονομαστική ἀστυάναξ οἱ ἀστυάνακτες
      γενική τοῦ ἀστυάνακτος τῶν ἀστυανάκτων
      δοτική τῷ ἀστυάνακτ τοῖς ἀστυάναξ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀστυάνακτ τοὺς ἀστυάνακτᾰς
     κλητική ! ἀστυάναξ ἀστυάνακτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀστυάνακτε
γεν-δοτ τοῖν  ἀστυανάκτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄναξ' όπως «ἄναξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀστυάναξ < *Ϝαστυϝάναξ (ο προστάτης, σωτήρας του άστεως) < ϝάστυ/ἄστυ + ϝάναξ/ἄναξ. Η λέξη φαίνεται να χρησιμοποιείται ειρωνικά ήδη από την ομηρική παράδοση καθώς «ο προστάτης της πόλης» δεν προλαβαίνει να εκπληρώσει τον ρόλο του κι έτσι ακυρώνεται εντελώς ο στόχος της ύπαρξής του. Η ύστερη σημασία του «ανίκανος σεξουαλικά» πιθανώς αντανακλά αυτή την ανικανότητα αλλά ενδέχεται επίσης να βασίστηκε απλώς στην ομοιότητα της λέξεως με το ἄστυτος καθώς οι λεπτομέρειες των ομηρικών επών ήταν γνωστότερες στους εγγράμματους παρά στους απλούς ανθρώπους απ' όπου μάλλον προέκυψε.

Κύριο όνομα

επεξεργασία

ἀστυάναξ αρσενικό

  1. βασιλιάς (ἄναξ) της πόλης
    στον Όμηρο, μόνο Ἀστυάναξ
  2. επίθετο ορισμένων θεοτήτων
  3. (ελληνιστική σημασία) ανίκανος σεξουαλικά
     συνώνυμα: ἄστυτος
  4. Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Α είδος ψαριού
      <Ἀστυάναξἰχθύς τις οὕτως καλεῖται. καὶ ὁ τοῦ Ἕκτορος παῖς
    <Ἀστυάνασσα>· Ἑλένης θεράπαινα ἥτις πρώτη ἐξεῦρεν Ἀφροδίτην καὶ ἀκόλαστα σχήματα

Συγγενικά

επεξεργασία