ἀστυάναξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀστῠᾰνακτ- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἀστυάναξ | οἱ | ἀστυάνακτες | |
γενική | τοῦ | ἀστυάνακτος | τῶν | ἀστυανάκτων | |
δοτική | τῷ | ἀστυάνακτῐ | τοῖς | ἀστυάναξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | ἀστυάνακτᾰ | τοὺς | ἀστυάνακτᾰς | |
κλητική ὦ! | ἀστυάναξ | ἀστυάνακτες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀστυάνακτε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀστυανάκτοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄναξ' όπως «ἄναξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ἀστυάναξ < *Ϝαστυϝάναξ (ο προστάτης, σωτήρας του άστεως) < ϝάστυ/ἄστυ + ϝάναξ/ἄναξ. Η λέξη φαίνεται να χρησιμοποιείται ειρωνικά ήδη από την ομηρική παράδοση καθώς «ο προστάτης της πόλης» δεν προλαβαίνει να εκπληρώσει τον ρόλο του κι έτσι ακυρώνεται εντελώς ο στόχος της ύπαρξής του. Η ύστερη σημασία του «ανίκανος σεξουαλικά» πιθανώς αντανακλά αυτή την ανικανότητα αλλά ενδέχεται επίσης να βασίστηκε απλώς στην ομοιότητα της λέξεως με το ἄστυτος καθώς οι λεπτομέρειες των ομηρικών επών ήταν γνωστότερες στους εγγράμματους παρά στους απλούς ανθρώπους απ' όπου μάλλον προέκυψε.
Κύριο όνομα
επεξεργασία
ἀστυάναξ αρσενικό
- βασιλιάς (ἄναξ) της πόλης
- στον Όμηρο, μόνο Ἀστυάναξ
- επίθετο ορισμένων θεοτήτων
- (ελληνιστική σημασία) ανίκανος σεξουαλικά
- ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Α είδος ψαριού
- ※ <Ἀστυάναξ>· ἰχθύς τις οὕτως καλεῖται. καὶ ὁ τοῦ Ἕκτορος παῖς
- <Ἀστυάνασσα>· Ἑλένης θεράπαινα ἥτις πρώτη ἐξεῦρεν Ἀφροδίτην καὶ ἀκόλαστα σχήματα
Συγγενικά
επεξεργασία- Ἀστυανάκτειος
- Ἀστυάναξ
- → δείτε τις λέξεις ἄστυ και ἄναξ
Πηγές
επεξεργασία
- ἀστυάναξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀστυάναξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.