Δείτε επίσης: άναξ
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ᾰνακτ-
ονομαστική ἄναξ οἱ ἄνακτες
      γενική τοῦ ἄνακτος τῶν ἀνάκτων
      δοτική τῷ ἄνακτ τοῖς ἄναξ(ν)
    αιτιατική τὸν ἄνακτ τοὺς ἄνακτᾰς
     κλητική ! ἄναξ ἄνακτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄνακτε
γεν-δοτ τοῖν  ἀνάκτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄναξ' όπως «ἄναξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄναξ, ήδη μυκηναϊκή 𐀷𐀙𐀏 (wa-na-ka) < ϝάναξ, πιθανό δάνειο [1]
Για το ἀνάκτωρ  δείτε τη λέξη ἀνάσσω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. άναξ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.