ἄναξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ᾰνακτ- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἄναξ | οἱ | ἄνακτες | |
γενική | τοῦ | ἄνακτος | τῶν | ἀνάκτων | |
δοτική | τῷ | ἄνακτῐ | τοῖς | ἄναξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | ἄνακτᾰ | τοὺς | ἄνακτᾰς | |
κλητική ὦ! | ἄναξ | ἄνακτες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄνακτε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀνάκτοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄναξ' όπως «ἄναξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἄναξ, ἄνακτος αρσενικό (θηλυκό ἄνασσα)
- (αξίωμα, πολιτική) άρχοντας, βασιλιάς, κυρίαρχος
- (στον Όμηρο) αρχηγός στρατού
- τιμητικός τίτλος που αποδίδεται σε θεούς, ηγέτες, μέλη της βασιλικής οικογένειας ή γενικότερα σε πολύ σημαντικά πρόσωπα
- οικοδεσπότης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαπαράγωγα & σύνθετα
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ άναξ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία
- ἄναξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄναξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.