ἄναξ
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ἄναξ < μυκηναϊκή 𐀷𐀙𐀏 wa-na-ka (ϝάναξ)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἄναξ αρσενικό, γενική ἄνακτος, (θηλυκό ἄνασσα)
- άρχοντας, βασιλιάς, κυρίαρχος
- τιμητικός τίτλος που αποδίδεται σε θεούς, ηγέτες, μέλη της βασιλικής οικογένειας ή γενικότερα σε πολύ σημαντικά πρόσωπα
- οικοδεσπότης
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «ἄναξ» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «ἄναξ» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.