Δείτε επίσης: Αστυάναξ, ἀστυάναξ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Ἀστῠᾰνακτ-
ονομαστική Ἀστυάναξ οἱ Ἀστυάνακτες
      γενική τοῦ Ἀστυάνακτος τῶν Ἀστυανάκτων
      δοτική τῷ Ἀστυάνακτ τοῖς Ἀστυάναξ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἀστυάνακτ τοὺς Ἀστυάνακτᾰς
     κλητική ! Ἀστυάναξ Ἀστυάνακτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀστυάνακτε
γεν-δοτ τοῖν  Ἀστυανάκτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄναξ' όπως «ἄναξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀστυάναξ < ἀστυάναξ (άρχοντας της πόλης, βασιλιάς) < ἄστυ + ἄναξ

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀστυάναξ αρσενικό

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία