Ἀστυάναξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
Ἀστῠᾰνακτ- | |||||
ονομαστική | ὁ | Ἀστυάναξ | οἱ | Ἀστυάνακτες | |
γενική | τοῦ | Ἀστυάνακτος | τῶν | Ἀστυανάκτων | |
δοτική | τῷ | Ἀστυάνακτῐ | τοῖς | Ἀστυάναξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | Ἀστυάνακτᾰ | τοὺς | Ἀστυάνακτᾰς | |
κλητική ὦ! | Ἀστυάναξ | Ἀστυάνακτες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀστυάνακτε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀστυανάκτοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄναξ' όπως «ἄναξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαἈστυάναξ αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- (ελληνική μυθολογία) γιος του Έκτορα και της Ανδρομάχης
- Αστυάναξ ο Μιλήσιος, αρχαίος Έλληνας ολυμπιονίκης του 4ου αιώνα π.Χ.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ἀστυάναξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.