γιος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γιος | οι | γιοι |
γενική | του | γιου | των | γιων |
αιτιατική | τον | γιο | τους | γιους |
κλητική | γιε | γιοι | ||
Ως μονοσύλλαβο, δεν φέρει τόνο. | ||||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γιος < μεσαιωνική ελληνική γιός < ὑγιός < αρχαία ελληνική υἱός[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝɔs/
- συλλαβισμός : γιος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γιος αρσενικό
- (οικογένεια) πρώτου βαθμού συγγένειας απόγονος αρσενικού φύλου
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΥπερώνυμαΕπεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γιος
|
|
- ↑ «γιος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.