Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μοναχογιός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μοναχογι
ός
οι
μοναχογι
οί
γενική
του
μοναχογι
ού
των
μοναχογι
ών
αιτιατική
τον
μοναχογι
ό
τους
μοναχογι
ούς
κλητική
μοναχογι
έ
μοναχογι
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μοναχογιός
<
μοναχός
(μόνος) +
γιος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μοναχογιός
αρσενικό
ο
μοναδικός
γιος
μιας οικογένειας, είτε υπάρχουν θηλυκά παιδιά είτε όχι
Δείτε επίσης
επεξεργασία
μοναχοκόρη
μοναχοπαίδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μοναχογιός
αγγλικά
:
only son
(en)
γαλλικά
:
fils
(fr)
unique
(fr)