• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μοναχοκόρη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοναχοκόρη οι μοναχοκόρες
      γενική της μοναχοκόρης —
    αιτιατική τη μοναχοκόρη τις μοναχοκόρες
     κλητική μοναχοκόρη μοναχοκόρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μοναχοκόρη < μοναχός (μόνος) + κόρη

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μοναχοκόρη θηλυκό

  • η μοναδική κόρη μιας οικογένειας, είτε υπάρχουν αρσενικά παιδιά είτε όχι

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • μοναχοθυγατέρα

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • μοναχογιός
  • μοναχοπαίδι

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μοναχοκόρη
  • αγγλικά : only daughter (en)
  • γαλλικά : fille (fr)unique (fr)
  • ισπανικά : hija única (es)
  • πολωνικά : jedynaczka (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μοναχοκόρη&oldid=6655743"
Τελευταία επεξεργασία στις 23 Μαρτίου 2024, στις 16:29

Γλώσσες

    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 23 Μαρτίου 2024, στις 16:29.
    • Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας