Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοναχοκόρη οι μοναχοκόρες
      γενική της μοναχοκόρης
    αιτιατική τη μοναχοκόρη τις μοναχοκόρες
     κλητική μοναχοκόρη μοναχοκόρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μοναχοκόρη < μοναχός (μόνος) + κόρη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μοναχοκόρη θηλυκό

  • η μοναδική κόρη μιας οικογένειας, είτε υπάρχουν αρσενικά παιδιά είτε όχι

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία