Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μοναχοκόρη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
Ετυμολογία
Επεξεργασία
μοναχοκόρη
<
μοναχός
(μόνος) +
κόρη
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
μοναχοκόρη
θηλυκό
η
μοναδική
κόρη
μιας οικογένειας, είτε υπάρχουν αρσενικά παιδιά είτε όχι
Συνώνυμα
Επεξεργασία
μοναχοθυγατέρα
Δείτε επίσης
Επεξεργασία
μοναχογιός
μοναχοπαίδι
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
μοναχοκόρη
αγγλικά
:
only daughter
(en)
γαλλικά
:
fille unique
(fr)
ισπανικά
:
hija única
(es)
πολωνικά
:
jedynaczka
(pl)