unique
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαunique (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
unique | uniques |
unique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
unique (en)
ενικός | πληθυντικός |
unique | uniques |
unique (fr) αρσενικό ή θηλυκό