απαράμιλλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- απαράμιλλος < μεσαιωνική ελληνική ἀπαράμιλλος < αρχαία ελληνική ἀ- + αρχαία ελληνική παράμιλλος < παρά + ἅμιλλα
Επίθετο
επεξεργασία
απαράμιλλος
- εξαιρετικός, ασύγκριτος, που ξεπερνάει κάθε τι ανάλογο σε μέγεθος ή μεγαλείο ή ομορφιά κ.λπ.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απαράμιλλος
Πηγές
επεξεργασία
- απαράμιλλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- απαράμιλλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)