ἅμιλλα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἅμιλλᾰ | αἱ | ἅμιλλαι |
γενική | τῆς | ἁμίλλης | τῶν | ἁμιλλῶν |
δοτική | τῇ | ἁμίλλῃ | ταῖς | ἁμίλλαις |
αιτιατική | τὴν | ἅμιλλᾰν | τὰς | ἁμίλλᾱς |
κλητική ὦ! | ἅμιλλᾰ | ἅμιλλαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁμίλλᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἁμίλλαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἅμιλλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἅμιλλα θηλυκό
- άμιλλα
- συναγωνισμός
- ανταγωνισμός για υπερίσχυση, για υπεροχή
- αγώνας
- πάλη
Παράγωγα
επεξεργασία- (Χρειάζεται κεντρικό ετυμολογικό πεδίο)
Πηγές
επεξεργασία- ἅμιλλα - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἅμιλλα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἅμιλλα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.