Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανταγωνισμός οι ανταγωνισμοί
      γενική του ανταγωνισμού των ανταγωνισμών
    αιτιατική τον ανταγωνισμό τους ανταγωνισμούς
     κλητική ανταγωνισμέ ανταγωνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανταγωνισμός < ανταγωνίζομαι + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική competition)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανταγωνισμός αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία