άγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- άγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄγω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eǵ- (άγω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐γω
Ρήμα
επεξεργασίαάγω (παθητική φωνή: άγομαι)
- (λόγιο) οδηγώ
- ⮡ Τα έγγραφα αυτά μας άγουν στο εξής συμπέρασμα.
- (φυσική) μετακινώ, επιτρέπω τη δίοδο της θερμότητας ή του ηλεκτρικού ρεύματος, λειτουργώ ως αγωγός,
- ⮡ Τα μέταλλα άγουν τη θερμότητα καλύτερα από τα πλαστικά.
Εκφράσεις
επεξεργασία- άγομαι και φέρομαι: δεν έχω δική μου βούληση, με κατευθύνουν οι άλλοι
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ άγω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας