αγωγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγωγή | οι | αγωγές |
γενική | της | αγωγής | των | αγωγών |
αιτιατική | την | αγωγή | τις | αγωγές |
κλητική | αγωγή | αγωγές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγωγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγωγή < ἄγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɣoˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γω‐γή
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγωγή θηλυκό
- διαδικασία απόκτησης τρόπων συμπεριφοράς, μετάδοσης αξιών, ιδανικών κ.λπ., που έχει ως στόχο τη διαμόρφωση του χαρακτήρα
- (συνεκδοχικά) εκπαίδευση
- ⮡ σχολικό μάθημα ολυμπιακής αγωγής
- ⮡ προσχολική αγωγή, μουσική αγωγή, σωματική αγωγή
- (ιατρική) συστηματική μέθοδος, σύνολο από κανόνες, ενέργειες και δραστηριότητες (που ακολουθούν μια διάγνωση ή κάποια ιατρική πράξη) για τη θεραπεία ασθένειας, πάθησης, την αποκατάσταση ή τη διατήρηση της υγείας κάποιου
- ⮡ Θα χρειαστεί μια συντηρητική φαρμακευτική αγωγή που μαζί με ελαφριά άσκηση και ειδική δίαιτα θα λύσει το πρόβλημα.
- (μουσική) το τέμπο (ιταλικά tempo), η ταχύτητα στην εκτέλεση ενός μουσικού έργου, πόσο αργά ή γρήγορα πρέπει να το ερμηνεύσουμε [1]
- (νομικός όρος)
- έγγραφο δικαστικής παρέμβασης για την επίλυση πολιτικού αδικήματος και ταυτόχρονα έννομης αξιώσεως
- (ως δικονομική έννοια) η διαδικαστική πράξη με την οποία αρχίζει η προδικασία της δίκης μέχρι και την έκδοση ευνοϊκής απόφασης
- ⮡ Η αγωγή ταυτίζεται και με την αξίωση προστασίας νομίμου δικαιώματος, διακρινόμενη έτσι α) σε προσωπική αγωγή και β) σε πραγματική ή απρόσωπη.
- ένδικο μέσο για την απαίτηση χρηματικής ικανοποίησης
- (συνεκδοχικά) η διαδικασία κατάθεσης της αγωγής
- (φυσική) το φαινόμενο της μετάδοσης θερμότητας μέσα σε ένα σώμα όπως σε μία μεταλλική ράβδο
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγωγή
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μουσική, Ε΄ Δημοτικού, Βιβλίο μαθητή ebooks.edu.gr
Πηγές
επεξεργασία- αγωγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)