ένσταση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ένσταση | οι | ενστάσεις |
γενική | της | ένστασης* | των | ενστάσεων |
αιτιατική | την | ένσταση | τις | ενστάσεις |
κλητική | ένσταση | ενστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ένσταση < αρχαία ελληνική ἔνστασις < ἐνίσταμαι < ἐν + ἵσταμαι, παθητική φωνή του ρήματος ἵστημι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαένσταση θηλυκό
- η αντίρρηση, η αντίθεση με κάτι
- (νομικός όρος) η αντίρρηση που υποβάλλει ο εναγόμενος κατά της αγωγής που έγινε εναντίον του
- (νομικός όρος) κάθε αντίρρηση υποβαλλόμενη από δικηγόρο στο δικαστήριο για την υπεράσπιση του πελατειακού συμφέροντος, όταν η διαδικασία δεν ακολουθεί τους κανόνες και τις αρχές διεξαγωγής μιας δίκης