Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ένσταση οι ενστάσεις
      γενική της ένστασης* των ενστάσεων
    αιτιατική την ένσταση τις ενστάσεις
     κλητική ένσταση ενστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ένσταση < αρχαία ελληνική ἔνστασις < ἐνίσταμαι < ἐν + ἵσταμαι, παθητική φωνή του ρήματος ἵστημι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ένσταση θηλυκό

  1. η αντίρρηση, η αντίθεση με κάτι
  2. (νομικός όρος) η αντίρρηση που υποβάλλει ο εναγόμενος κατά της αγωγής που έγινε εναντίον του
  3. (νομικός όρος) κάθε αντίρρηση υποβαλλόμενη από δικηγόρο στο δικαστήριο για την υπεράσπιση του πελατειακού συμφέροντος, όταν η διαδικασία δεν ακολουθεί τους κανόνες και τις αρχές διεξαγωγής μιας δίκης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία