Ετυμολογία

επεξεργασία
κάθε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάθε < καθείς < αρχαία ελληνική καθέν, ουδέτερο του καθείς < κατά + εἷς

  Αντωνυμία

επεξεργασία

κάθε άκλιτο (αόριστη αντωνυμία)

  1. ένας ένας/μία μία/ένα ένα
    ⮡  κάθε μέρα έχει και τα δικά της προβλήματα
  2. όλοι/όλες/όλα μαζί
    ⮡  κάθε υποψήφιος καλείται να περάσει τα προφορικά
    ⮡  επαναλαμβάνει τα ίδια πράγματα κάθε φορά
  3. σε ίσα διαστήματα
    ⮡  κάθε πενήντα μέτρα έχει και μια είσοδο
    ⮡  κάθε Σάββατο κάνουμε επισκέψεις

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • κάθε τόσο : συχνά
  • κάθε τρεις και δύο, κάθε λίγο και λιγάκι : πολύ συχνά
  • κάθε που : όποτε

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία