Δείτε επίσης: şort

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sort sorts

sort (en)

  1. το είδος
    What sort of man is he?
    Τι είδους άνθρωπος είναι;
     συνώνυμα: kind, type

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεστώτας sort
γ΄ ενικό ενεστώτα sorts
αόριστος sorted
παθητική μετοχή sorted
ενεργητική μετοχή sorting

sort (en)

  1. ταξινομώ, τακτοποιώ
    He was sorting his foreign stamps.
    Τακτοποιούσε τα ξένα γραμματόσημά του.
     συνώνυμα: sort out, arrange, → και δείτε τη λέξη tidy

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία



Δανικά (da)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

sort (da)