sort
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sort | sorts |
sort (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | sort |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sorts |
αόριστος | sorted |
παθητική μετοχή | sorted |
ενεργητική μετοχή | sorting |
sort (en)
Επεξεργασία
Δανικά (da)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
sort (da)