Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sort sorts

sort (en)

  1. το είδος
    ⮡  What sort of man is he?
    Τι είδους άνθρωπος είναι;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη kind
  2. (πληροφορική) η κατάταξη, η διαδικασία τοποθέτησης των δεδομένων σε μια συγκεκριμένη σειρά
    ⮡  Use the (small) arrows in the headers to see an ascending or descending sort for each column.
    Χρησιμοποιήστε τα βελάκια στις επικεφαλίδες για να δείτε αύξουσα ή φθίνουσα κατάταξη για κάθε κολόνα.
ενεστώτας sort
γ΄ ενικό ενεστώτα sorts
αόριστος sorted
παθητική μετοχή sorted
ενεργητική μετοχή sorting

sort (en)

  • ταξινομώ, τακτοποιώ τα πράγματα σε ομάδες ή με συγκεκριμένη σειρά ανάλογα με το είδος τους κτλ.
    ⮡  He was sorting his foreign stamps.
    Τακτοποιούσε τα ξένα γραμματόσημά του.

Παράγωγα

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sort (fr) αρσενικό

  1. η τύχη, η μοίρα
  2. το ξόρκι
  3. η κατάσταση



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sort (da)