ταξινομώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταξινομώ, ήδη το 1873[1] < ταξι- + -νομώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική classifier)[2] Μορφολογικά αναλύεται σε ταξινόμ(ος) + -ώ.[3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ta.ksi.noˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐ξι‐νο‐μώ
Ρήμα
επεξεργασίαταξινομώ, -είς..., αόρ.: ταξινόμησα, παθ.φωνή: ταξινομούμαι, π.αόρ.: ταξινομήθηκα, μτχ.π.π.: ταξινομημένος
- τακτοποιώ κάποια πράγματα σε μία σειρά βάσει κάποιων χαρακτηριστικών τους
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αταξινόμητος
- ταξινομημένος
- ταξινόμηση
- ταξινομήσιμος
- ταξινομία
- ταξινομικά (επίρρημα)
- ταξινομικός
- ταξινομικώς (επίρρημα)
- ταξινόμος
→ και δείτε τις λέξεις τάξη και νόμος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ταξινομώ | ταξινομούσα | θα ταξινομώ | να ταξινομώ | ταξινομώντας | |
β' ενικ. | ταξινομείς | ταξινομούσες | θα ταξινομείς | να ταξινομείς | ||
γ' ενικ. | ταξινομεί | ταξινομούσε | θα ταξινομεί | να ταξινομεί | ||
α' πληθ. | ταξινομούμε | ταξινομούσαμε | θα ταξινομούμε | να ταξινομούμε | ||
β' πληθ. | ταξινομείτε | ταξινομούσατε | θα ταξινομείτε | να ταξινομείτε | ταξινομείτε | |
γ' πληθ. | ταξινομούν(ε) | ταξινομούσαν(ε) | θα ταξινομούν(ε) | να ταξινομούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ταξινόμησα | θα ταξινομήσω | να ταξινομήσω | ταξινομήσει | ||
β' ενικ. | ταξινόμησες | θα ταξινομήσεις | να ταξινομήσεις | ταξινόμησε | ||
γ' ενικ. | ταξινόμησε | θα ταξινομήσει | να ταξινομήσει | |||
α' πληθ. | ταξινομήσαμε | θα ταξινομήσουμε | να ταξινομήσουμε | |||
β' πληθ. | ταξινομήσατε | θα ταξινομήσετε | να ταξινομήσετε | ταξινομήστε | ||
γ' πληθ. | ταξινόμησαν ταξινομήσαν(ε) |
θα ταξινομήσουν(ε) | να ταξινομήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ταξινομήσει | είχα ταξινομήσει | θα έχω ταξινομήσει | να έχω ταξινομήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ταξινομήσει | είχες ταξινομήσει | θα έχεις ταξινομήσει | να έχεις ταξινομήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ταξινομήσει | είχε ταξινομήσει | θα έχει ταξινομήσει | να έχει ταξινομήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ταξινομήσει | είχαμε ταξινομήσει | θα έχουμε ταξινομήσει | να έχουμε ταξινομήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ταξινομήσει | είχατε ταξινομήσει | θα έχετε ταξινομήσει | να έχετε ταξινομήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ταξινομήσει | είχαν ταξινομήσει | θα έχουν ταξινομήσει | να έχουν ταξινομήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ταξινομούμαι | ταξινομούμουν | θα ταξινομούμαι | να ταξινομούμαι | ταξινομούμενος | |
β' ενικ. | ταξινομείσαι | ταξινομούσουν | θα ταξινομείσαι | να ταξινομείσαι | ||
γ' ενικ. | ταξινομείται | ταξινομούνταν | θα ταξινομείται | να ταξινομείται | ||
α' πληθ. | ταξινομούμαστε | ταξινομούμασταν ταξινομούμαστε |
θα ταξινομούμαστε | να ταξινομούμαστε | ||
β' πληθ. | ταξινομείστε | ταξινομούσασταν ταξινομούσαστε |
θα ταξινομείστε | να ταξινομείστε | ταξινομείστε | |
γ' πληθ. | ταξινομούνται | ταξινομούνταν | θα ταξινομούνται | να ταξινομούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ταξινομήθηκα | θα ταξινομηθώ | να ταξινομηθώ | ταξινομηθεί | ||
β' ενικ. | ταξινομήθηκες | θα ταξινομηθείς | να ταξινομηθείς | ταξινομήσου | ||
γ' ενικ. | ταξινομήθηκε | θα ταξινομηθεί | να ταξινομηθεί | |||
α' πληθ. | ταξινομηθήκαμε | θα ταξινομηθούμε | να ταξινομηθούμε | |||
β' πληθ. | ταξινομηθήκατε | θα ταξινομηθείτε | να ταξινομηθείτε | ταξινομηθείτε | ||
γ' πληθ. | ταξινομήθηκαν ταξινομηθήκαν(ε) |
θα ταξινομηθούν(ε) | να ταξινομηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ταξινομηθεί | είχα ταξινομηθεί | θα έχω ταξινομηθεί | να έχω ταξινομηθεί | ταξινομημένος | |
β' ενικ. | έχεις ταξινομηθεί | είχες ταξινομηθεί | θα έχεις ταξινομηθεί | να έχεις ταξινομηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ταξινομηθεί | είχε ταξινομηθεί | θα έχει ταξινομηθεί | να έχει ταξινομηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ταξινομηθεί | είχαμε ταξινομηθεί | θα έχουμε ταξινομηθεί | να έχουμε ταξινομηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ταξινομηθεί | είχατε ταξινομηθεί | θα έχετε ταξινομηθεί | να έχετε ταξινομηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ταξινομηθεί | είχαν ταξινομηθεί | θα έχουν ταξινομηθεί | να έχουν ταξινομηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ταξινομημένος - είμαστε, είστε, είναι ταξινομημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ταξινομημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ταξινομημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ταξινομημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ταξινομημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ταξινομημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ταξινομημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 979, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ ταξινομώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας