↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αταξινόμητος η αταξινόμητη το αταξινόμητο
      γενική του αταξινόμητου της αταξινόμητης του αταξινόμητου
    αιτιατική τον αταξινόμητο την αταξινόμητη το αταξινόμητο
     κλητική αταξινόμητε αταξινόμητη αταξινόμητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αταξινόμητοι οι αταξινόμητες τα αταξινόμητα
      γενική των αταξινόμητων των αταξινόμητων των αταξινόμητων
    αιτιατική τους αταξινόμητους τις αταξινόμητες τα αταξινόμητα
     κλητική αταξινόμητοι αταξινόμητες αταξινόμητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αταξινόμητος < α- + ταξινομώ + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αταξινόμητος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία