ταξινόμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταξινόμος αρσενικό ή θηλυκό
- που ταξινομεί
Συγγενικά επεξεργασία
- αταξινόμητος
- ταξινόμηση
- ταξινομώ
- → δείτε τις λέξεις τάξη και νόμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταξινόμος
|