-νόμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | -νόμος | οι | -νόμοι |
γενική | του | -νόμου | των | -νόμων |
αιτιατική | τον | -νόμο | τους | -νόμους |
κλητική | -νόμε | -νόμοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈno.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -νό‐μος
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- -νόμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -νόμος < νόμος < νέμω[1]
Επίθημα
επεξεργασία-νόμος αρσενικό
- β′ συνθετικό ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε
- επιστήμονα ειδικό σε κάποιον τομέα ή υπάλληλο αρμόδιας υπηρεσίας
- πρόσωπο το οποίο ρυθμίζει υη λειτουργία αυτού που αναφέρεται στο πρώτο συνθετικό
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- -νόμος < νόμος
Επίθημα
επεξεργασία-νόμος αρσενικό
- β′ συνθετικό ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε νόμο
Ετυμολογία 3
επεξεργασία- -νόμος < -νόμος
Επίθημα
επεξεργασία-νόμος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-νόμος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -νόμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)