αρχειονόμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααρχειονόμος αρσενικό
- (επάγγελμα) επάγγελμα με αντικείμενο τη συλλογή, οργάνωση, διαχείριση και διατήρηση αρχειακού υλικού
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρχειονόμος
|