μετρονόμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετρονόμος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική métronome < αρχαία ελληνική μέτρον + νόμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετρονόμος αρσενικό
- (μουσική) μικρό όργανο σε σχήμα πυραμίδας, εφοδιασμένο με ένα εκκρεμές που κρατά το μέτρο, δείχνει την ταχύτητα με την οποία πρέπει να παιχτεί ένα μουσικό κομμάτι