Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τομέας οι τομείς
      γενική του τομέα των τομέων
    αιτιατική τον τομέα τους τομείς
     κλητική τομέα τομείς
Η γενική ενικού τομέως, από το τομεύς.
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

τομέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τομεύς < τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tm̥-n-h₂- < *temh₂- ‎(κόβω)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /toˈme.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: το‐μέ‐ας

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

τομέας αρσενικό

  1. μέρος από ένα έργο, μια δραστηριότητα ή μια υπηρεσία
    ο τομέας των πιστοδοτήσεων
  2. μια περιοχή ή ένα επίπεδο σε ένα αφηρημένο χώρο, ένα πεδίο μελέτης, θεματικό πεδίο
    οι τομείς της φιλοσοφίας
  3. η επιστημονική ή καλλιτεχνική ειδικότητα κάποιου
    Δεν το γνωρίζω το θέμα. Δεν είναι ο τομέας μου.
  4. υποδιαίρεση μιας πόλης ή περιοχής, που εξυπηρετεί την καλύτερη διοίκηση
  5. διοικητική υποδιαίρεση ενός πανεπιστημιακού τμήματος
    (συνεκδοχικά) τα διοικητικά μέλη ενός πανεπιστημικαού τμήματος
    αύριο συνεδριάζει ο νεοελληνικός τόμεας
  6. (γεωμετρία) το μέρος ενός κύκλου που ορίζεται από δύο ακτίνες και το τόξο που υπάρχει μεταξύ τους
  7. (ανατομία) το καθένα από τα τέσσερα άνω και κάτω μπροστινά δόντια της οδοντοστοιχίας
     συνώνυμα: κοπτήρας
  8. (υλικό υπολογιστή) sector: ένα από τα σταθερής χωρητικότητας τμήματα (πχ. 512 bytes) στα οποία χωρίζεται ένας μαγνητικός ή οπτικός δίσκος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τέμνω

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • τομεύς (καθαρεύουσα, αρχαία ελληνικά)

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία