τομέας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τομέας | οι | τομείς |
γενική | του | τομέα & τομέως |
των | τομέων |
αιτιατική | τον | τομέα | τους | τομείς |
κλητική | τομέα | τομείς | ||
όπως «ιππέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τομέας < αρχαία ελληνική τομεύς < τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tm̥-n-h₂- < *temh₂- (κόβω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τομέας αρσενικό
- μέρος από ένα έργο, μια δραστηριότητα ή μια υπηρεσία
- ο τομέας των πιστοδοτήσεων
- μια περιοχή ή ένα επίπεδο σε ένα αφηρημένο χώρο
- οι τομείς της φιλοσοφίας
- υποδιαίρεση μιας πόλης ή περιοχής, που εξυπηρετεί την καλύτερη διοίκηση
- διοικητική υποδιαίρεση ενός πανεπιστημιακού τμήματος
- (συνεκδοχικά) τα διοικητικά μέλη ενός πανεπιστημικαού τμήματος
- αύριο συνεδριάζει ο νεοελληνικός τόμεας
- η επιστημονική ή καλλιτεχνική ειδικότητα κάποιου
- (μαθηματικά) το μέρος ενός κύκλου που ορίζεται από δύο ακτίνες και το τόξο που υπάρχει μεταξύ τους
- το καθένα από τα τέσσερα άνω και κάτω μπροστινά δόντια της οδοντοστοιχίας
- θεματικό πεδίο
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- τομεακός
- τομεάρχης
- τομεάρχισσα
- → δείτε τη λέξη τέμνω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τομέας
πεδίο σπουδών, αντικείμενο μελέτης
|