byte
Ετυμολογία
επεξεργασία
- byte < (άμεσο δάνειο) αγγλική byte
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
byte (en)
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΑγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- byte < ο όρος επινοήθηκε από τον Werner Buchholz το 1956
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
byte (en)
- (πληροφορική, μονάδα μέτρησης) ψηφιολέξη [1], δυφιοσυλλαβή [2], μπάιτ, στοιχειώδης μονάδα δεδομένων, συνήθως 8 δυφίων (bit)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- 1 2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (Αθήνα 2002). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2005: Β' έκδοση), σελ. 1988.
- 1 2 «δυφιοσυλλαβή», «δυφιοπλειάδα» από αναζήτηση «byte» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.