sekcio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sekcio | sekcioj |
αιτιατική | sekcion | sekciojn |
sekcio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sekcio | sekcioj |
αιτιατική | sekcion | sekciojn |
sekcio (eo)